χωριατόπαιδο

χωριατόπαιδο
χωριατόπουλο τό , χωριατόπούλα η деревенский юноша, парень, деревенская девушка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χωριατόπαιδο" в других словарях:

  • χωριατόπαιδο — χωριατόπαιδο, το και χωριατόπουλο, το νεαρός χωριάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριατόπαιδο — το, Ν νεαρός χωρικός, χωριατόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + παιδί] …   Dictionary of Greek

  • χωριατόπουλο — το, θηλ. χωριατοπούλα, Ν χωριατόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • χωριατόπουλο — το βλ. χωριατόπαιδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»